ράσσω

ράσσω
και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α
1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.)
2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)
3. (για χορευτές) χτυπώ το έδαφος δυνατά με τα πόδια («πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)
4. κρούω, χτυπώ δυνατά («ῥήσσειν τύμπανα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥάσσω (πιθ. < *Fρᾶχ-, πρβλ. ῥαχ-ία) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ ρίζα *wrāĝh- «χτυπώ» και να συνδεθεί με ρωσ. raziti «χτυπώ», τσέχικο raz «χτύπημα». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥάσσω (< *Fραχ-) συνδέεται με το ρ. ἀράσσω «ορμώ, χτυπώ δυνατά» με μια εναλλαγή μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (Fρά-σσω: Fαρά-σσω) ανάλογη με αυτήν στα ρ. θρά-σσω*: ταρά-σσω. Η άποψη, όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω τής απουσίας αρκτικού F- στο ρ. ἀράσσω (βλ. και λ. αράσσω). Στους μεταγενέστερους χρόνους η οικογένεια τού ρ. ῥάσσω συγχεόταν συχνά με αυτήν τού ρ. ῥήγνυμι* «σπάζω» (ανάλογη σύγχυση παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., πρβλ. ρωσ. raziti «χτυπώ» και ρωσ. rezati «χτυπώ», αρχ. σλαβ. rězati «κόπτω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥάσσω — ἀράσσω smite pres subj act 1st sg ἀράσσω smite pres ind act 1st sg ῥάσσω strike pres subj act 1st sg ῥάσσω strike pres ind act 1st sg ῥάζω snarl aor subj act 1st sg ῥάζω snarl fut ind act 1st sg (epic) ῥάζω snarl aor ind mid 2nd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάσδον — ἀράσσω smite pres part act masc voc sg (doric) ἀράσσω smite pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἀράσσω smite imperf ind act 3rd pl (doric) ἀράσσω smite imperf ind act 1st sg (doric) ῥάσσω strike pres part act masc voc sg (doric) ῥάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) …   Dictionary of Greek

  • ῥάξαι — ἀράσσω smite aor imperat mid 2nd sg ἀράσσω smite aor inf act ῥάξαῑ , ἀράσσω smite aor opt act 3rd sg ῥάσσω strike aor imperat mid 2nd sg ῥάσσω strike aor inf act ῥάξαῑ , ῥάσσω strike aor opt act 3rd sg ῥάζω snarl aor imperat mid 2nd sg ῥάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάξει — ἀράσσω smite aor subj act 3rd sg (epic) ἀράσσω smite fut ind mid 2nd sg ἀράσσω smite fut ind act 3rd sg ῥάσσω strike aor subj act 3rd sg (epic) ῥάσσω strike fut ind mid 2nd sg ῥάσσω strike fut ind act 3rd sg ῥάζω snarl aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάξον — ἀράσσω smite aor imperat act 2nd sg ἀράσσω smite fut part act masc voc sg ἀράσσω smite fut part act neut nom/voc/acc sg ῥάσσω strike aor imperat act 2nd sg ῥάσσω strike fut part act masc voc sg ῥάσσω strike fut part act neut nom/voc/acc sg ῥάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάξουσι — ἀράσσω smite aor subj act 3rd pl (epic) ἀράσσω smite fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀράσσω smite fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ῥάσσω strike aor subj act 3rd pl (epic) ῥάσσω strike fut part act masc/neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάξουσιν — ἀράσσω smite aor subj act 3rd pl (epic) ἀράσσω smite fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀράσσω smite fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ῥάσσω strike aor subj act 3rd pl (epic) ῥάσσω strike fut part act masc/neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάξω — ἀράσσω smite aor subj act 1st sg ἀράσσω smite fut ind act 1st sg ἀράσσω smite aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ῥάσσω strike aor subj act 1st sg ῥάσσω strike fut ind act 1st sg ῥάσσω strike aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ῥάζω snarl aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”